- ελαιοχριστία
- ἐλαιοχριστία, η (Α)παροχή ελαίου για επάλειψη τών αθλητών που ασκούνταν στην παλαίστρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλαιοχριστίαν — ἐλαιοχριστίᾱν , ἐλαιοχριστία supply of oil fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)